- νομοΐστωρ
- νομοΐστωρ, -ορος, ὁ (Α)γνώστης τών νόμων, νομομαθής, νομοδιδάσκαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + ἵστωρ (πρβλ. φιλο-ΐστωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νομοίστωρ — learned in the laws masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοίστορα — νομοίστωρ learned in the laws masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοίστορες — νομοίστωρ learned in the laws masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίστωρ — ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α) 1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής 2. μάρτυρας 3. ως επίθ. έμπειρος 4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες οι διαιτητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fίδ τωρ (με τροπή τού δ σε σ προ τού οδοντικού τ) <… … Dictionary of Greek
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek